αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
εκδότης — Οποιοσδήποτε αναλαμβάνει να κάνει γνωστό ένα ανέκδοτο έργο ή να παρουσιάσει –αναθεωρημένο ή επιμελημένο ξανά– ένα κείμενο ήδη γνωστό. Η σύγχρονη σημασία της έκδοσης, ως συνόλου αντιτύπων του ίδιου έργου, συνδέεται με την εφεύρεση της τυπογραφίας … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κλαδωτός — ή, ό [κλαδώνω] 1. (για φυτά) αυτός που έχει άφθονα κλαδιά 2. (για υφάσματα) αυτός που έχει υφασμένα ή τυπωμένα σχέδια κλαδιών … Dictionary of Greek
κλαρωτός — ή, ό [κλαρί] 1. γεμάτος κλαδιά 2. (για ζώα) αυτός που σκαρφαλώνει πάνω στα δέντρα 3. (για υφάσματα) αυτό που έχει τυπωμένα ή ζωγραφισμένα ή κεντημένα πάνω του λουλούδια ή κλαριά … Dictionary of Greek
πίνακας — ο / πίναξ, ακος, ΝΜΑ 1. κατάλογος στον οποίο έχουν αναγραφεί με ορισμένη σειρά ονόματα, όροι, τίτλοι κ.ά. στοιχεία (α. «πίνακας περιεχομένων» κατάλογος με τους τίτλους τών κεφαλαίων ή τών θεμάτων βιβλίου ή άλλου εντύπου β. «πίνακας άγνωστων… … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
χαλκομανία — Ο όρος προέρχεται από τη γαλλική λέξη dιcalcomanie. Πρόκειται για σχέδιο ή γράμματα τυπωμένα σε ειδικό χαρτί ή αυτοκόλλητο πλαστικό που μπορούν να μεταφερθούν σε άλλες επιφάνειες. Χρησιμοποιείται στις διακοσμήσεις της πορσελάνης, του γυαλιού κλπ … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Σύρου Πανκυκλαδικό — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Σύρου στεγάζεται σε αίθουσες του Δημοτικού Μεγάρου της Ερμούπολης, ενός νεοκλασικού κτιρίου που σχεδιάστηκε από τον Βαυαρό αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλερ. Το μουσείο ιδρύθηκε το 1834 5 και είναι ένα από τα παλαιότερα της… … Dictionary of Greek